- μωλύω
- μωλύω και μωλύνω (Α)1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαια) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζωβ) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγάii) καταλήγω σε σήψη, γίνομαι σηπτικός («ἣν ἕλκος γένηται..., καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ, ἀλλὰ μωλυνθῇ», Ιπποκρ.)γ) μτφ. χαλαρώνω («μεμωλυσμένηπαρειμένη», Ησύχ.)δ) (κατά τον Ησύχ.) «μωλύεταιγηράσκει».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με τον τ. μῶλυς βλ. λ.].
Dictionary of Greek. 2013.